λυγρῷ

λυγρῷ
λυγρός
baneful
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυγρῶι — λυγρῷ , λυγρός baneful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) …   Dictionary of Greek

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • συναλίζω — (I) Α 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.) 2. παθ. συναλίζομαι (για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίζω (Ι)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”